διάλυσιν

διάλυσιν
διάλυσις
separating
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προκαλώ — προκαλῶ, έω, Ν Μ Α [καλώ] καλώ κάποιον σε αναμέτρηση (α. «προκαλώ σε μάχη» β. «ἴθι νῡν προκάλεσσαι Μενέλαον ἐξαῡτις μαχέσασθαι», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. ερεθίζω, διεγείρω («τόν προκαλούσε με τα καμώματά της») 2. γίνομαι αιτία, προξενώ, επιφέρω (α.… …   Dictionary of Greek

  • συνοχέω — ΜΑ μσν. φέρνω συγχρόνως («καὶ οὕτως ἡμῑν τὴν ἐκ λύπης διάλυσιν συνόχει», Ευστ.) αρχ. (μόνον το μέσ.) συνοχέομαι ταξιδεύω μαζί με κάποιον στο ίδιο όχημα («βαδίζοντι τὴν ὁδὸν ἅπασαν ἐφ ἡμέρας πολλάς συνοχούμενος διετέλεσεν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • υπακούω — ὑπακούω ΝΜΑ [ακούω] ακούω με σεβασμό μία επιταγή και συμμορφώνομαι προς αυτήν νεοελλ. 1. είμαι υπάκουος, ευπειθής 2. (κατ επέκτ.) διέπομαι («το φαινόμενο υπακούει στον νόμο τής βαρύτητας») μσν. αρχ. 1. υποτάσσομαι σε κάποιον 2. εκκλ. ψάλλω σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”